θειωνιά

θειωνιά
η
γεωλ.
φυσική δίοδος στον φλοιό τής γης, παλαιός κρατήρας ή ρωγμή εδάφους που επιτρέπει την εκτίναξη στον αέρα θερμών θειούχων αερίων και υδρατμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. solfatara. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κων/νο Μ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… …   Dictionary of Greek

  • σολφατάρα — η, Ν γεωλ. η θειωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. solfatara «θειούχα τοποθεσία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”